Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι αποδοχές ο μισθός (

См. также в других словарях:

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • αποδοχή — η (AM ἀποδοχή) [αποδέχομαι] 1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή 2. η παραδοχή, η συγκατάθεση νεοελλ. στον πληθ. οι αποδοχές το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα) αρχ. 1. η επιδοκιμασία 2. η ευνοϊκή… …   Dictionary of Greek

  • μισθοδοσία — η (Α μισθοδοσία) [μισθοδότης] καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.) νεοελλ. το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές …   Dictionary of Greek

  • απολαβή — η 1. εισόδημα, κέρδος: Η απολαβή του από τους αγώνες εκείνους ήταν πίκρες και στενοχώριες. 2. στον πληθ., απολαβές αποδοχές, μισθός: Τον τελευταίο καιρό οι απολαβές του είχαν κάπως αυξηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»